Ο βρυκόλακας της Μυκόνου σκορπούσε τρόμο στο νησί μέχρι που έκαψαν το πτώμα του



Στα 1700, οι κάτοικοι της Μυκόνου έπαθαν ομαδική παράκρουση και πίστευαν ότι κυκλοφορεί βρυκόλακας και τους επιτίθεται τα βράδια.
 
Όσον αφορά στην ετυμολογία της λέξης βρυκόλακας, υπάρχουν διάφορες ερμηνείες, με επικρατέστερη εκείνη του Λέοντα Αλλάτιου, που υποστήριζε ότι προερχόταν από το «βούρκος» και «λάκκος». Δεν είναι απίθανο, όμως, να προέρχεται από το ρήμα «βρύκομαι», δηλαδή τρώγω, καταναλώνω. Στην Κρήτη και σε άλλα νησιά του Αιγαίου, ο νεκροζώντανος ονομάζεται «καταχανάς», που αποδίδεται στον αιμοβόρο, στον σκληρό, στον άτεγκτο.

Διαβάστε επίσης:
Λυκάνθρωποι ή Βρυκόλακες;
Η Πανώλη -Οι Απαρχές, η Εξέλιξη, οι Επιπτώσεις του Μαύρου Θανάτου (Μέρος Τρίτο)

Βρυκόλακας, σύμφωνα με διάφορες δοξασίες είναι ο νεκρός που για κάποιες αιτίες εξέρχεται από τον τάφο του τη νύκτα και μπορεί να πάρει διάφορες μορφές ζώων, ιδιαίτερα κατοικίδιων π.χ. σκύλου ή κατσικιού με απώτερο σκοπό να φοβίσει ή να ενοχλήσει τους ζωντανούς συγγενείς τους ή και ξένους, περιφερόμενος στο χώρο που διαβιούσε. Έτσι συνδέεται άμεσα με το κακό και τον Σατανά. Σε κάποιες περιοχές οι βρυκόλακες λέγονται «καταχανάδες» ή «τυμπανιαίοι» γιατί είναι φουσκωμένοι από το αίμα των ανθρώπων που έχουν πιεί. Κατά μύθους πέθαιναν από ένα παλούκι ξύλου στην καρδιά. Επίσης σε πολλά βιβλία οι βρικόλακες δεν μπορούσαν να πιουν θεραπευτικά βότανα.

Τρέφονται κυρίως με αίμα, αλλά και γάλα ή αλεύρι, μαγαρίζουν (λερώνουν) το σπίτι συγγενικών τους προσώπων και σκοτώνουν πρώτα τους συγγενείς τους. Δεν τους επηρεάζει ο ήλιος, αλλά φοβούνται τα Θεία και, κατά κάποιες ελληνικές παραδόσεις, η μόνη ημέρα που γυρίζουν στον τάφο τους είναι το Σάββατο ή η Κυριακή. Δεν μπορούν να διασχίσουν νερό, ειδικά θαλασσινό.

Η Ελληνική λέξη που χρησιμοποιούταν τον μεσαίωνα για αυτά τα όντα της φαντασίας ήταν ο «βουρκόλακας» ή ο «βορβόλακας». Δεν πρέπει να συγχέονται με τα Βαμπίρ της Ανατολικής Ευρώπης, που έχουν δικές τους παραδόσεις, αλλά ούτε και με τα αποκυήματα της λογοτεχνίας, δηλ. τον Δράκουλα του Μπραμ Στόκερ, το Βαμπίρ του Τζον Πολλιντόρι, ή την Καμίλλα του Λε Φανού,του Λορδου Ρε Τζεκους Τζορτζιαν. Σύμφωνα με τη λογοτεχνία, τα βαμπίρ τρέφονται με το αίμα των ζωντανών. Μένουν στους τάφους τους κατά την διάρκεια της μέρας και βγαίνουν απ' αυτούς μόλις νυχτώσει, εξαιτίας της αδυναμίας τους στο ηλιακό φως. Επίσης είναι ευάλωτα στο ασήμι, στο σκόρδο και στα θεία αντικείμενα όπως στον σταυρό και τον αγιασμό. Συνήθως παρουσιάζονται, σε έργα φαντασίας, με κυνόδοντες μεγαλύτερους του κανονικού, τους οποίους χρησιμοποιούν για να τρυπούν το σώμα των θυμάτων τους.

Περισσότερο γνωστές στο ευρύ κοινό είναι οι παραδόσεις των strigoi (από την αρχαία ελληνική Στρίγα) στην Ρουμανία και αγνοούνται οι πλούσιες ελληνικές παραδόσεις για τους βρυκόλακες (ή βουρβούλακες ή βρυκολάκιους), που υπήρχαν σε όλη την Ελλάδα και στη Μ. Ασία (π.χ. Πόντος)

Σε κάθε περιοχή της Ελλάδας υπάρχουν ιστορίες για απέθαντους που σηκώνονταν τα βράδια από τους τάφους και ταλαιπωρούν τους ζωντανούς. Αυτό που συνέβη όμως στη Μύκονο το 1700 δεν έχει προηγούμενο.

Ένα ολόκληρο νησί, έπαθε ομαδική παράκρουση και υστερία επειδή θεωρούσε ότι τα βράδια κυκλοφορεί ένας βρυκόλακας που κάνει κακό στους ανυποψίαστους κατοίκους.

Την παράκρουση αυτή κατέγραψε στο ημερολόγιο του, ο Γάλλος περιηγητής Ζοζέφ Πιτόν ντε Τουρνεφόρ, ο οποίος ταξίδευε στα νησιά των Κυκλάδων με σκοπό να γράψει ένα βιβλίο για τη ζωή και τους κατοίκους στην περιοχή. Το βιβλίο το έγραψε και ονομάστηκε «ταξίδι στην Ανατολή».




Ο χωρικός που έγινε βρυκόλακας
Ο Τουρνεφόρ λοιπόν αφηγείται μια ιστορία η οποία διαδραματίστηκε μπροστά στα μάτια του, όταν επι μέρες έμενε ο ίδιος στην Μύκονο. Γράφει λοιπόν: «Υπήρξα μάρτυρας στη Μύκονο, μιας σκηνής πολύ παράδοξης που αφορά την επιστροφή στον κόσμο ενός νεκρού και ενταφιασμένου».

«Τέτοιου είδους φαντάσματα οι βόρειοι λαοί τα λένε βαμπίρ ενώ οι Έλληνες τα λένε βρυκόλακες», γράφει ο αρκετά μπερδεμένος Τουρνεφόρ και στη συνέχεια ξεδιπλώνει την ιστορία στην οποία ήταν μάρτυρας.

Στη Μύκονο λοιπόν ζούσε ένας χωρικός ο οποίος δεν είχε και τις καλύτερες σχέσεις με τον υπόλοιπο κόσμο. Όλα του έφταιγαν, μάλωνε με το παραμικρό, και γενικά δεν λογάριαζε τίποτε και κανέναν.

Μέχρι που μια μέρα ο χωρικός αυτός βρέθηκε δολοφονημένος κάτω από ένα δέντρο μέσα σε ένα χωράφι στην εξοχή. Και ο Τουρνεφόρ συνεχίζει την αφήγηση του: «Δυο μέρες μετά την κηδεία και τον ενταφιασμό του σε τάφο στο νεκροταφείο κυκλοφόρησε μια φήμη που έλεγε ότι πολλοί κάτοικοι τον είχαν δει να περιφέρεται τη νύχτα στα χωριά και τα στενά της χώρας».

Οι φήμες γιγαντώθηκαν σαν φλόγα που της ρίχνεις πετρέλαιο. Άρχισαν όλο και περισσότεροι να διαδίδουν ότι τον είδαν την προηγούμενη νύχτα να διασχίζει με μεγάλα βήματα τα δρομάκια, να μπαίνει στα σπίτια, να τρομοκρατεί τον κόσμο, να αναποδογυρίζει έπιπλα, να ρίχνει πιάτα στο πάτωμα και να σβήνει τις λάμπες.

Στην αρχή οι Μυκονιάτες γελούσαν με όλα αυτά που ακούγονταν όταν όμως διάφοροι προύχοντες και αξιόπιστοι κάτοικοι του νησιού, έλεγαν και εκείνοι ότι δέχτηκαν επίθεση από τον βρυκόλακα, ή ότι τον είδαν το προηγούμενο βράδυ να περιφέρεται, τότε το πράγμα σοβάρεψε.

Ένα αμόκ, μια παράκρουση άρχισε να καταλαμβάνει τον κόσμο. Όλο και περισσότεροι έτρεχαν στις εκκλησιές και ζητούσαν από τους παπάδες να κάνουν εξορκισμούς στο σπίτι τους για να μην πατήσει ο βρυκόλακας.

Την επόμενη μέρα όμως όλο και σε κάποιο σπίτι είχε κάνει ζημιές, όλο και κάποιος τον είχε δει τρομοκρατημένος στο σκοτάδι στο δρόμο. Και κάθε μέρα ο τρόμος άρχισε να φωλιάζει στο μυαλό των Μυκονιατών.

Τρόμος και αμόκ
Και ο Τουρνεφόρ αναφέρει: «Οι διαδώσεις είχαν σαν αποτέλεσμα να συγκληθεί το συμβούλιο των Δημογερόντων του νησιού. Σε αυτό παρευρέθηκαν και ιερείς». Οι δημογέροντες λοιπόν αποφάσισαν να περιμένουν να περάσουν 9 νύχτες από την ημέρα της ταφής του χωρικού.

«Την δέκατη μέρα, έγινε λειτουργία στον ναό του νεκροταφείου και στη συνέχεια κάποιοι πήγαν στο μνήμα του χωρικού, το άνοιξαν και τον ξέθαψαν. Η κίνηση αυτή θέριεψε τις φήμες. Άρχισαν να λένε και να διαδίδεται ότι το σώμα του ήταν άφθαρτο, αναλλοίωτο και πως η μυρωδιά που έβγαζε ο τάφος του ήταν ανυπόφορη».

Δεν πέρασαν κάποιες μέρες και σύμφωνα με τον περιηγητή δεν υπήρχε άνθρωπος στο νησί που να μην είχε αναφέρει ότι είδε και εκείνος τον βρυκόλακα. Μάλιστα ολόκληρες οικογένειες που έμεναν σε σπίτια μέσα σε κτήματα που ήταν απομονωμένα, τρομοκρατημένες τα εγκατέλειπαν η μια μετά την άλλη για να πάνε να ζήσουν στη χώρα.

«Κάθε βράδυ καλόγεροι και παπάδες περιφέρονταν στους δρόμους και έψελναν ενώ ράντιζαν με τις αγιαστούρες τους τα σπίτια για να μην τα επισκεφτεί ο βρυκόλακας. Εμείς οι ξένοι που ήμασταν στο νησί» συνεχίζει ο Τουρνεφορ, «αποφασίσαμε να μην μιλήσουμε και να μην εκφράσουμε γνώμη γιατί θα μας θεωρούσαν άπιστους. Ο φανατισμός δεν έχει καμία λογική»

Εκτός από τους καλόγερους και τους παπάδες, οι Μυκονιάτες είχαν οργανώσει και περιπολίες. Ομάδες ατόμων με δάδες στα χέρια, με σταυρούς, ρόπαλα και σπαθιά όλο το βράδυ τριγυρνούσαν στους δρόμους για να βρουν τον βρυκόλακα.

Η Φωτιά
Τελικά κάποιος πέταξε την ιδέα να κάψουν το πτώμα για να φύγει το κακό και να λυτρωθούν. Έτσι και έγινε. Σε μια ακτή του νησιού με ξύλα και ξεράγκαθα, άναψαν μια τεράστια φωτιά. Ξέθαψαν το πτώμα του βρυκόλακα το κουβάλησαν μέχρι την ακτή και το πέταξαν επάνω στις φλόγες.

Περίμεναν μέχρι να καεί. «Ήμασταν παρόντες στην μακάβρια αυτή σκηνή», έγραψε ο περιηγητής και συνέχισε, «Ήταν η πρωτοχρονιά του 1701όταν οι στάχτες του Μυκονιάτη βρυκόλακα σκορπίστηκαν στη θάλασσα. Τότε μόνο οι άνθρωποι ξαναγύρισαν στα σπίτια τους». 

Τα νησιά των Μακάρων
Στη γειτονική Σαντορίνη κοντά υπάρχουν τα νησιά των Μακάρων. Έρημα νησιά στα οποία δεν θες να βρίσκεσαι όταν πέσει ο ήλιος. Στα νησιά αυτά οι ντόπιοι έθαβαν τους βρυκόλακες καθώς το θαλασσινό νερό περιορίζει τους βρυκόλακες και τους εμποδίζει από το να μετακινηθούν στην ενδοχώρα. Οι κυκλάδες είναι γεμάτες από... βρυκολακονήσια.

Οι αναρτήσεις μας μπορούν να δημοσιεύονται από οποιονδήποτε αρκεί να αναφέρεται εμφανώς ο ενεργός σύνδεσμος μας.

Δημοσίευση σχολίου

Επιτρέπονται σχόλια σε ότι γλώσσα θέλετε, φυσικά και σε greeklish.
ΥΒΡΙΣΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΕΝ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ

ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΩΝ ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΩΝ

ΔΕΝ ΦΕΡΟΥΜΕ ΚΑΜΙΑ ΕΥΘΥΝΗ ΓΙΑ ΤΑ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ ΣΧΟΛΙΑ

Νεότερη Παλαιότερη

'